Aris Alexandrou, poète et
romancier grec de mère russe, a pratiqué le militantisme, la contestation dans
les périodes de brutalité et de répression, et connu ce qui va avec : la
prison, les camps, l'exil. Les puissants poèmes de Voies
sans détour en portent témoignage.
Le livre
Ils avaient oublié quel
était ce livre
mais étaient tous
d’accord pour dire qu’il lisait quand ils sont arrivés dans les parages
avec une longue liste.
Il lisait encore quand le
silence s’est fait et que les godillots des gardiens
ont résonné dans la cour comme
la terre qui tombe sur un cercueil.
Il lisait encore quand
ils ont passé une à une les cellules et qu’on entendait sèchement les noms et
prénoms
puis le patronyme enfin
coup de grâce.
Dans quelle maison sur
quels arbres avait-il emporté le livre
sur quel rocher
s’était-il assis, pieds nus dans l’écume de la mer
personne n’a su me dire.
Si ce n’est que, lorsqu’ils
l’ont interrompu
il l’a refermé avec
regret en disant que c’est un beau livre
quel dommage de n’avoir
pas eu le temps de le finir.
J’essaierai de le
trouver, ce livre-là.
Je l’ouvrirai à sa page
cornée
et
s’il m’est permis
je le lirai jusqu’à la fin.
Aris Alexandrou, Voies sans détour, édition bilingue
grec-français,
traduction
de Pascal Neveu, Ypsilon éditeur, 2015
Το βιβλίο
Είχανε ξεχάσει ποιο είταν το βιβλίο
συμφωνούσαν όμως όλοι πως το διάβαζε την ώρα που μπήκαν στην ακτίνα
μ’ έναν μακρύ κατάλογο.
Διάβαζε κι όταν έγινε σιωπή κ’ οι αρβύλες των φυλάκων
ηχούσαν στο προαύλιο σαν τα χώματα που πέφτουν πάνω στην νεκρόκασα.
Διάβαζε κι όταν πέρναγαν έναν-έναν τους θαλάμους κι ακουγόντουσαν ξερά επίθετα κι ονόματα
και το πατρώνυμο στο τέλος
χαριστική βολή.
Σε ποιο σπίτι σε τί δέντρα να τον είχε παρασύρει το βιβλίο
σε ποιο βράχο να ’χε κάτσει με τα γυμνά του πόδια μες στον αφρό της θάλασσας
δεν ήξερε κανένας να μου πει.
Μόνο πως όταν τον διακόψαν
το ’κλεισε με παράπονο κ’ είπε πως είταν όμορφο
κρίμα που δεν του ’μεινε καιρός να το τελειώσει.
συμφωνούσαν όμως όλοι πως το διάβαζε την ώρα που μπήκαν στην ακτίνα
μ’ έναν μακρύ κατάλογο.
Διάβαζε κι όταν έγινε σιωπή κ’ οι αρβύλες των φυλάκων
ηχούσαν στο προαύλιο σαν τα χώματα που πέφτουν πάνω στην νεκρόκασα.
Διάβαζε κι όταν πέρναγαν έναν-έναν τους θαλάμους κι ακουγόντουσαν ξερά επίθετα κι ονόματα
και το πατρώνυμο στο τέλος
χαριστική βολή.
Σε ποιο σπίτι σε τί δέντρα να τον είχε παρασύρει το βιβλίο
σε ποιο βράχο να ’χε κάτσει με τα γυμνά του πόδια μες στον αφρό της θάλασσας
δεν ήξερε κανένας να μου πει.
Μόνο πως όταν τον διακόψαν
το ’κλεισε με παράπονο κ’ είπε πως είταν όμορφο
κρίμα που δεν του ’μεινε καιρός να το τελειώσει.
Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ’ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ώς το τέλος.
Θα τ’ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ώς το τέλος.
Από τη συλλογή Ευθύτης οδών (1959)
Robert Capa, Retrait des brigades internationales, Barcelone 1938 |